- ευκολομεταχείριστος
- η , ο [ος , ον ] лёгкий в обращении, употреблении
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευκολομεταχείριστος — η, ο αυτός που τόν μεταχειρίζεται κάποιος εύκολα, ο εύχρηστος … Dictionary of Greek
ευάγωγος — η, ο (ΑΜ εὐάγωγος, ον) αυτός που άγεται, οδηγείται εύκολα, ευκολομεταχείριστος, ευκολοκυβέρνητος, ευπειθής νεοελλ. 1. αυτός που πείθεται εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. το ευάγωγο η ιδιότητα τού ευαγώγου, τού ευπειθούς, αυτού που έχει καλή αγωγή 3.… … Dictionary of Greek
ευήρης — εὐήρης, ες (Α) 1. (για κουπιά) ο προσαρμοσμένος καλά, ο ευκολομεταχείριστος (α. «λαβὼν εὐῆρες ἐρετμόν», Ομ. Οδ. β. «νεὼς εὐήρης πίτυλος» ο πάταγος τών καλά προσαρμοσμένων κουπιών, Ευρ.) 2. ο κατάλληλος για κάτι («ὄργανα εὐήρη πρὸς τὴν χρείαν»,… … Dictionary of Greek
ευκολο- — πρώτο συνθετικό λέξεων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής που δηλώνει ότι το σημαινόμενο από το δεύτερο συνθετικό (συνήθως ρήμα ή ρημ. επίθ.) γίνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. ΣΥΝΘ. μσν. ευκολόγερτος, ευκολοκράτητος μσν. νεοελλ. ευκολοπαρηγόρητος,… … Dictionary of Greek
ευμεταχείριστος — η, ο (ΑΜ εὐμεταχείριστος, ον) 1. (για πρόσ.) 1. αυτός τον οποίο μεταχειρίζεται κάποιος εύκολα, ο ευκολομεταχείριστος, αυτός που κυβερνιέται εύκολα, ο βολικός («οἱ δἐ ἄδικοι ἐπεβούλευον ὡς εὐμεταχειρίστῳ ὄντι», Ξεν.) 2. (για πράγματα) αυτός τον… … Dictionary of Greek
ευπάλαμος — εὐπάλαμος, ον (ΑΜ, Μ και εὐπάλαμνος, ον) 1. εφευρετικός, επινοητικός, πολυμήχανος (α. «εὐπάλαμον μέριμναν», Αισχύλ. β. «εὐπάλαμος ἔρως», Ορφ. ύμν. γ. «εὐπαλάμου σοφίης μνᾱμα», Ανθ. Παλ.) 2. ο έντεχνα κατασκευασμένος, ο έντεχνος («τέκτονες… … Dictionary of Greek
ευπαράληπτος — εὐπαράληπτος, ον (Μ) αυτός που χρησιμοποιείται εύκολα, ο ευκολομεταχείριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα ληπτός «εφαρμόσιμος»] … Dictionary of Greek
ευχείριστος — η, ο αυτός τον οποίο μπορεί να χειριστεί ή να μεταχειριστεί κάποιος εύκολα, ο ευκολομεταχείριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύ + χειρίζομαι] … Dictionary of Greek
εύφορος — η, ο (ΑΜ εὔφορος, ον) παραγωγικός, γόνιμος, καρποφόρος, πολύκαρπος («εἰ τὸν ἀγρὸν ἔμελλες ἐγκωμιάζων εὔφορον ποιεῑν», Πλούτ.) μσν. αρχ. 1. (για άνεμο) ευνοϊκός 2. αυτός τον οποίο υπομένει κάποιος εύκολα, ο υποφερτός («ἔσχεν Θεαῑος εὐφόρων λάθαν… … Dictionary of Greek
εύχρηστος — η, ο (ΑΜ εὔχρηστος, θηλ. και ήστη, ον) αυτός που χρησιμοποιείται εύκολα, που είναι εύκολος στη χρήση, ο ευμεταχείριστος, ο ευκολομεταχείριστος, ο χρηστικός μσν. 1. ικανός 2. χρήσιμος, ωφέλιμος αρχ. αυτός που είναι σε πολλή ή σε συνήθη χρήση, που… … Dictionary of Greek
καταχείριος — καταχείριος, ον (Α) ευκολομεταχείριστος, εύχρηστος. [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. κατὰ χειρός] … Dictionary of Greek